μελιτοποιός

μελιτοποιός
μελιτοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελιτοποιόν — μελιτοποιός producing honey masc/fem acc sg μελιτοποιός producing honey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”